Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης παρατηρούμε μια σύγκλιση μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Αυτή οφείλεται στην εκπληκτική κινητικότητα του κεφαλαίου που του δίνει τη δυνατότητα, όταν μια συγκεκριμένη κυβέρνηση του επιβάλει σοβαρούς περιορισμούς, να καταφύγει σε χώρες όπου η εργασία είναι φτηνή και οι έλεγχοι (σε θέματα συνθηκών εργασίας) χαλαροί ή ανύπαρκτοι. Κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες οι συμβατικές, κεϋνσιανές, σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές παύουν να λειτουργούν. Η εκάστοτε κυβέρνηση, είτε κεντροαριστερή είτε κεντρώα, είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να δημιουργήσει «ευνοϊκές συνθήκες» για το κεφάλαιο - ξένο ή εγχώριο. Οταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, τότε οδηγούμαστε σε μια αρνητική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από οικονομική στασιμότητα, υψηλή ανεργία και ανέχεια των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι προφανές πως η παραπάνω σύγκλιση ευνοεί περισσότερο την Κεντροδεξιά και πολύ λιγότερο την Κεντροαριστερά. Και αυτό γιατί οι πολιτικές της πρώτης είναι πλήρως εναρμονισμένες με το ευρύτερο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο. Με άλλα λόγια, η Κεντροδεξιά όλο και περισσότερο παίζει «στο δικό της γήπεδο» - ενώ η Κεντροαριστερά εμπλέκεται εκ των πραγμάτων σε ένα παιχνίδι, οι βασικοί κανόνες του οποίου έρχονται σε αντίθεση με τους σοσιαλδημοκρατικούς στόχους της δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνοχής. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί σοβαρά αδιέξοδα στην Κεντροαριστερά, αδιέξοδα που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν.
Παράδειγμα: Στη σημερινή συγκυρία η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει το εξής δίλημμα: Η στρατηγική υπεράσπισης εργατικών κεκτημένων - όπως η μονιμότητα, η νομική προστασία από τον κίνδυνο της απόλυσης κτλ. - οδηγεί σε υψηλά επίπεδα ανεργίας (π.χ. Γαλλία). Από την άλλη μεριά η εναλλακτική στρατηγική της «ελαστικοποίησης» της εργασίας - όταν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, δεν συνοδεύεται από σοβαρά αντισταθμιστικά μέτρα - οδηγεί σε μισθούς πείνας, βάρβαρες συνθήκες εργασίας και σε γενικευμένη ανασφάλεια (π.χ. ΗΠΑ). Ετσι το δίλημμα «ανεργία ή υπεράσπιση των εργατικών κεκτημένων» υποσκάπτει τον βασικό σοσιαλδημοκρατικό στόχο του παντρέματος της χαμηλής ανεργίας με ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Η αδυναμία επίτευξης αυτού του στόχου σήμερα εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό την εγκυρότητα του σοσιαλδημοκρατικού λόγου.
Μια άλλη βασική διάσταση της σημερινής πραγματικότητας είναι οι καλπάζουσες κοινωνικές ανισότητες. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες βλέπουμε το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών να διευρύνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό σημαίνει την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια ενός μικρού αριθμού κροίσων οι οποίοι συστηματικά μετατρέπουν ένα μέρος του οικονομικού τους κεφαλαίου σε πολιτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Ετσι, η συγκέντρωση όχι μόνο των μέσων παραγωγής αλλά και των «μέσων επιρροής» σε μια περίοδο όπου η τηλεόραση διαδραματίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στην εκλογική διαδικασία, δίνει στη συντηρητική παράταξη ένα μεγάλο ατού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της εξέλιξης είναι, βέβαια, ο νικητής των πρόσφατων ιταλικών εκλογών, ο μέγας και τρανός Μπερλουσκόνι. Το φαινόμενο όμως δεν περιορίζεται στη γείτονα χώρα. Παρατηρούμε τη συγκέντρωση των μέσων επιρροής σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Την παρατηρούμε επίσης όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, ο θατσερικός μεγιστάνας Ρούπερτ Μέρντοκ ελέγχει ένα σημαντικό κομμάτι των ΜΜΕ σε πλανητικό επίπεδο. Με βάση τα παραπάνω γίνεται προφανές πως η σύγκλιση Κεντροαριστεράς - Κεντροδεξιάς, οι αυξανόμενες ανισότητες και η επακόλουθη συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας δημιουργούν ένα πλαίσιο στο οποίο η Δεξιά έχει το πάνω χέρι. Και αυτό με δύο έννοιες. Πρώτον, περισσότερο από ποτέ, αυτό το πλαίσιο ενισχύει τη δυνατότητά της να καθορίζει τις βασικές παραμέτρους του πολιτικού παιχνιδιού. Δεύτερον, η αδυναμία της Κεντροαριστεράς να ανατρέψει τις παραπάνω δομικές τάσεις, ακυρώνει τον βασικό της στόχο: τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, στη σημερινή κατάσταση, αντίθετα με την «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1950-1975), η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να παντρέψει τις αξίες της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας με αυτές της ανακατανομής του πλούτου και της κοινωνικής συνοχής. Και αν η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε αδιέξοδο, η άκρα ή/και η παραδοσιακή Αριστερά βρίσκεται σε μεγαλύτερο αδιέξοδο - αφού ο κεντρικός της στόχος είναι η υπέρβαση του καπιταλισμού, στόχος, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, ανέφικτος. Τέλος, στις παραπάνω τάσεις που ευνοούν την Κεντροδεξιά πρέπει να προσθέσουμε τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας που, ως γνωστόν, συνδέεται άμεσα με τις ανισότητες και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Αυτή η εξέλιξη προσφέρει ένα ακόμη όπλο στα χέρια της Δεξιάς. Ο συντηρητικός λόγος περί «τάξης και ασφάλειας» επικεντρώνεται λιγότερο στις κοινωνικές αιτίες της αυξανόμενης εγκληματικότητας και περισσότερο στους τρόπους της άμεσης πάταξής της. Αυτό απηχεί όχι μόνο στα εύπορα στρώματα αλλά και στις λαϊκές τάξεις που συχνά υφίστανται άμεσα τα αποτελέσματα της κοινωνικής παραβατικότητας. Οσο για τα μεταναστευτικά κύματα που έχουν αλλάξει τις κοινωνικές δομές των αναπτυγμένων χωρών, και εδώ αυτή η εξέλιξη λειτουργεί υπέρ της Δεξιάς. Και αυτό γιατί τα θετικά αποτελέσματά της (μείωση της γήρανσης του πληθυσμού, παροχή φτηνής εργασίας που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κτλ.) είναι λιγότερο ορατά από τις ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές που το πέρασμα στην πολυπολιτισμικότητα επιφέρει. Ετσι, στον βαθμό που η Δεξιά αντιμετωπίζει τους μετανάστες με πιο αυταρχικό τρόπο από ό,τι η Αριστερά, και αυτό αποτελεί ένα άλλο μέσο για την ενδυνάμωση της κυριαρχίας της. Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι όλες οι παραπάνω εξελίξεις που ευνοούν, στη σημερινή συγκυρία, την Κεντροδεξιά δεν αποτελούν «σιδηρούς νόμους». Δεν οδηγούν νομοτελειακά στη μόνιμη κυριαρχία της Δεξιάς. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, συγκυριακά γεγονότα (π.χ. η άστοχη αντίδραση του συντηρητικού πρωθυπουργού Αθνάρ στο τρομοκρατικό χτύπημα τις παραμονές των ισπανικών εκλογών) μπορεί να ακυρώσουν τις δομικές παραμέτρους. Δεύτερον, λειτουργεί συχνά η δυναμική της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία: όσο τα κοινωνικά προβλήματα εντείνονται, οι ψηφοφόροι (που έχουν πάψει να είναι προσκολλημένοι μόνιμα σε μια κομματική παράταξη) μετακινούνται από την Κεντροαριστερά στην Κεντροδεξιά και τανάπαλιν, τιμωρώντας έτσι το όποιο κόμμα ελέγχει την κυβέρνηση σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτού του είδους το κομματικό εκκρεμές δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ξανά. Αλλά όσο ο τρόπος ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας εξακολουθεί να έχει νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, η ιδεολογική κυριαρχία της Δεξιάς θα συνεχίζεται και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.
2 σχόλια:
πολυ ωραίο κέιμενο και ανάλυση
αλλά δεν αναφέρει οτι στον αντίποδα αυτής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με την παγκοσμιοποίηση ειναι το "πειραμα" που συντελειτε σε μια σειρά απο χώρες της λατινικής αμερικής όπου ανεβαίνουν κυβερνήσεις που δεν ειναι ουτε κετραριστερε΄ς ουτε κερντροδεξιές...
Σωστός .
Δημοσίευση σχολίου