-
Του Etienne Balibar
(εγώ το βρήκα στο κουτί της Πανδώρας)
Διαβάστε το όλο , πολύ καλό άρθρο.
1. Αυτή είναι μόνο η αρχή της κρίσης Μέσα σε ένα μόνο μήνα είδαμε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, κύριο Παπανδρέου, να ανακοινώνει την πτώχευση της χώρας του, ένα επεκτεινόμενο ευρωπαϊκό δάνειο διάσωσης το οποίο του προσφέρθηκε με το τίμημα των σαρωτικών περικοπών, που σύντομα το ακολούθησαν οι «υποβαθμίσεις» της πιστοληπτικής ικανότητας της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, μια απειλή για την αξία, αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ευρώ, την δημιουργία (υπό την έντονη πίεση των ΗΠΑ) ενός ευρωπαϊκού ταμείου ασφάλειας αξίας 750 δις ευρώ, την απόφαση της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ενάντια στους κανονισμούς της) να εξαγοράσει τα χρέη των κυβερνήσεων, και την ανακοίνωση μέτρων λιτότητας σε αρκετά κράτη μέλη της Ευρώπης. Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται μόνο για την αρχή. Αυτά τα τελευταία επεισόδια μιας κρίσης, που ξεκίνησε δύο χρόνια πριν με την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ, θα έχουν και συνέχεια. Δείχνουν ότι το ρίσκο μιας οικονομικής κατάρρευσης είναι περισσότερο από ποτέ υπαρκτό και προκαλείται από την τεράστια ποσότητα τοξικών ομολόγων τα οποία συσσωρεύονταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών μέσω του συνδυασμού μη εγγυημένων δανείων και της μετατροπής των credit default swaps σε επενδυτικά προϊόντα από τις τράπεζες. Ο «Black Peter», το αθροισμένο ποσό των μη καλύψιμων χρεών, τρέχει με ρυθμούς που τα κράτη δε μπορούν να ακολουθήσουν. Η κερδοσκοπία τώρα στοχεύει τις ισοτιμίες και τα δημόσια χρέη. Αλλά το ευρώ είναι ο αδύναμος κρίκος, όπως και η ίδια η Ευρώπη. Δε θα έπρεπε να έχουμε πολλές αμφιβολίες σχετικά με την καταστροφή που έρχεται.
2. Οι Έλληνες διαμαρτύρονται: και καλά κάνουν!
Μια πρώτη άμεση συνέπεια της «θεραπείας» που εφαρμόστηκε στην ελληνική κρίση ήταν οι άγριες διαμαρτυρίες του ελληνικού πληθυσμού. Υπάρχει μια δημόσια συζήτηση σχετικά με το αν αυτή η αντίδραση αποτελεί δειλή άρνηση των ευθυνών από τη μεριά του πληθυσμού, ή φυσιολογική απόρριψη μιας άδικης συλλογικής τιμωρίας. Αφήνοντας κατά μέρος τα εγκληματικά επεισόδια που προέκυψαν, μου φαίνεται πως οι διαμαρτυρίες των Ελλήνων ήταν εντελώς δικαιολογημένες, τουλάχιστον για τρεις λόγους. Πρώτον, γίναμε μάρτυρες μίας ολοκληρωτικής καταδίκης του ελληνικού λαού: η διαφθορά και τα ψέματα των πολιτικών (των οποίων οι ευεργετούμενοι, όπως και παντού, είναι κυρίως οι πλούσιοι, οι οποίοι επιδόθηκαν σε μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή), αποδόθηκαν σε αυτόν καθεαυτό τον λαό, αδιακρίτως. Δεύτερον, για ακόμα μία φορά (και αυτή τη φορά μάλλον πολύ παραπάνω), η κυβέρνηση αθέτησε τις προεκλογικές της υποσχέσεις, χωρίς να παρεμβληθεί κανενός είδους δημοκρατική αντιπαράθεση. Τέλος, η Ευρώπη δεν επέδειξε ουσιαστική αλληλεγγύη απέναντι σε ένα κράτος-μέλος της, αλλά του επέβαλε τους εξαναγκαστικούς κανόνες του ΔΝΤ, οι οποίοι προστατεύουν όχι τα κράτη, αλλά τις τράπεζες και υπόσχονται βαθιά και ατελείωτη ύφεση. Οι περισσότεροι σοβαροί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι αυτό θα οδηγήσει με ακόμα πιο αναπόφευκτο τρόπο στην πτώχευση της ελληνικής οικονομίας και θα εξαπλώσει την κρίση, αυξάνοντας τα ήδη υψηλά ποσοστά ανεργίας, ειδικά αν οι ίδιοι κανόνες επιβληθούν και σε άλλες χώρες των οποίων η «αξιολόγηση» στην χρηματοπιστωτική αγορά θα μπορούσε να υποβαθμιστεί ανά πάσα στιγμή: πράγμα το οποίο είναι ακριβώς αυτό που η «ορθόδοξη» πλευρά αποζητά.
3. Η πολιτική που κρύβει το όνομά της
Οι Έλληνες ήταν τα πρώτα θύματα, αλλά με δυσκολία θα παραμείνουν και τα τελευταία, μιας πολιτικής «διάσωσης του Ευρωπαϊκού νομίσματος» της οποίας οι στρατηγικές διαρρυθμίσεις (επιβεβλημένες κυρίως από τη Γερμανία) είναι, πρώτα και κύρια, ο γενικός περιορισμός των δημοσίων δαπανών (ομολογουμένως, η Συνταγματική Συνθήκη συμπεριελάμβανε έναν κανόνα μέγιστου δημοσιονομικού ελλείμματος, ο οποίος ποτέ δεν επεβλήθη…), και επιπροσθέτως ο (κάπως ήπιος) έλεγχος της κερδοσκοπίας και της ελεύθερης κίνησης των hedge funds και των παικτών του χρηματιστηρίου, που είχε ήδη ανακοινωθεί μετά την κρίση των subprimes και την πραγματική ή εικονική κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών το 2008. Σε αυτό το πλαίσιο οι νεο-κεϊνσιανοί οικονομολόγοι προσθέτουν ακόμα ένα ζήτημα: την προώθηση της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής οικονομικής (δια)κυβέρνησης (ειδικά μέσω της ενοποίησης των φορολογικών πολιτικών), πιθανότατα ενσωματώνοντας και αυξάνοντας τις βιομηχανικές επενδύσεις. Χωρίς τέτοια μέτρα, υποστηρίζουν, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα αποδειχτεί μη βιώσιμο.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα: πρόκειται για καθαρά πολιτικά μέτρα, για τα οποία όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους, αφού όλοι τους θα επηρεαστούν από τα αποτελέσματα. Ωστόσο, στο βαθμό που αυτή τη στιγμή υφίσταται, η συζήτηση είναι βαθειά προκατειλημμένη, επειδή ουσιαστικές πτυχές του ζητήματος αποκρύπτονται ή απωθούνται:
- Κάθε πολιτική υπεράσπισης ή υποτίμησης ενός νομίσματος στο πλαίσιο μιας κρίσης οδηγεί σε μια ριζική εναλλακτική: είτε υποβάλει τις οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις στην εξουσία των χρηματοπιστωτικών αγορών (συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων «αξιολόγησης», που λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες, και τις υποκριτικές απόλυτες «κρίσεις» [absolute «judgments»]), είτε ενισχύει, όσον αφορά τις αρμοδιότητες του κράτους (και γενικότερα των δημόσιων θεσμών), τον περιορισμό των ανισορροπιών της αγοράς και την παραχώρηση στις μακροχρόνιες οικονομικές επενδύσεις προτεραιότητας έναντι των μεσοπρόθεσμων κερδοσκοπικών κινήσεων. Δε μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα!
- Στη σημερινή του μορφή, υπό την επιρροή των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μπορεί να έχει παραγάγει κάποιο βαθμό θεσμικής εναρμόνισης και να έχει γενικεύσει κάποια θεμελιώδη δικαιώματα, κάτι το οποίο δε θα έπρεπε να αγνοούμε, όμως, σε αντίθεση με τους διακηρυγμένους στόχους, δεν έχει παραγάγει μια συγκλίνουσα εξέλιξη των εθνικών οικονομιών, και πόρρω απέχει από μια ζώνη κοινής ευημερίας. Ορισμένες χώρες είναι κυρίαρχες, ενώ άλλες είναι κυριαρχούμενες, όσον αφορά το μερίδιό τους στην αγορά, ή τη συγκέντρωση κεφαλαίου, και τη βιομηχανική εξάρτηση/υποτέλεια. Οι λαοί μπορεί να μην έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, όμως τα έθνη φαίνεται όλο και περισσότερο να έχουν.
- Κάθε «κεϊνσιανή» στρατηγική για την δημιουργία δημόσιας «εμπιστοσύνης» στην οικονομία βασίζεται σε τρεις αλληλοεξαρτώμενους πυλώνες: μια σταθερή ισοτιμία, ένα ορθολογικό φορολογικό σύστημα, όμως επίσης και μια κοινωνική πολιτική, με στόχευση την πλήρη απασχόληση και την ενίσχυση της λαϊκής κατανάλωσης για τη συντήρηση της ζήτησης. Αυτή η τρίτη πτυχή αγνοείται συστηματικά στα περισσότερα από τα επίκαιρα σχόλια, προφανώς όχι τυχαία.
4. Οι πραγματικές ροπές της παγκοσμιοποίησης
Όλη αυτή η συζήτηση αναφορικά με το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα (στο οποίο, ας μην ξεχνάμε, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένων της Μεγάλης Βρετανίας, της Σουηδίας και της Πολωνίας) και το μέλλον της Ευρώπης θα παραμείνει εντελώς αφηρημένη εκτός αν συναρθρωθεί με τις πραγματικές ροπές της Παγκοσμιοποίησης: ειδικά εκείνες τις ροπές που η οικονομική κρίση θα επιταχύνει δυναμικά, εκτός αν υπάρξει πολιτική απάντηση από τους λαούς που επηρεάζονται και από τους ηγέτες τους. Πώς θα μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε; Πρώτον, γινόμαστε μάρτυρες μιας μετάβασης από έναν τύπο διεθνούς ανταγωνισμού σε έναν άλλο: δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με έναν ανταγωνισμό (κυρίως) παραγωγικών κεφαλαίων, αλλά με έναν ανταγωνισμό ανάμεσα σε εθνικές επικράτειες, οι οποίες χρησιμοποιούν φορολογικά προνόμια και πιέσεις στους μισθούς των εργαζομένων για να προσελκύσουν περισσότερα κεφάλαια από τους γείτονές τους. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως, είτε η Ευρώπη λειτουργήσει ως ένα αποτελεσματικό σύστημα αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της για να τα προστατέψει από «συστημικά ρίσκα», είτε (πιεσμένη από Κράτη που είναι στιγμιαία πιο ισχυρά, και τις κοινές τους γνώμες) απλώς θέσει ένα νομικό πλαίσιο για να προωθήσει ένα μεγαλύτερο βαθμό ανταγωνισμού ανάμεσα σε αυτά και τους πολίτες τους, αυτό θα καθορίσει το μέλλον της Ευρώπης, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά. Όμως υπάρχει και μία δεύτερη τάση: ένας μετασχηματισμός του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, ο οποίος αποσταθεροποιεί ριζικά την κατανομή της εργασίας στον κόσμο. Έχουμε να κάνουμε με μια νέα παγκόσμια δομή όπου Βορράς και Νότος, ανατολή και Δύση ανταλλάσσουν τώρα θέσεις. Για την Ευρώπη, ή έστω το μεγαλύτερο κομμάτι της, αυτό συνεπάγεται αυτομάτως μια βάναυση αύξηση των ανισοτήτων: κατάρρευση των μεσαίων τάξεων, συρρίκνωση των εξειδικευμένων επαγγελμάτων, μετατόπιση των «volatile» παραγωγικών βιομηχανιών, οπισθοχώρηση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, καταστροφή των πολιτιστικών βιομηχανιών και γενικότερα των δημόσιων υπηρεσιών. Γι αυτό και οι αντιστάσεις ενάντια στην υπερεθνική πολιτική ολοκλήρωση με τη λογική της προστασίας της κυριαρχίας των κρατών θα έχουν ως αποτέλεσμα τελικά την φθορά της άμυνας κάθε κράτους. Θα επισπεύσουν επίσης μια επιστροφή στις εθνικές διαμάχες, που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ήθελε να ξεπεράσει δια παντός. Ωστόσο, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι ακόμα μεγαλύτερη πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης δε μπορεί να προέλθει «από τα πάνω», από μια γραφειοκρατική απόφαση. Απαιτεί δημοκρατική συμμετοχή και προάγεται σε κάθε χώρα και την ήπειρο αυτή καθεαυτή.
5. Λαϊκισμός: κίνδυνος ή διέξοδος;
Δε μπορούμε επομένως παρά να υποβάλουμε την ερώτηση: είναι αυτό που ζούμε η αρχή του τέλους για τη Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα οικοδόμημα που ξεκίνησε 50 χρόνια πριν στη βάση μιας παλιάς ουτοπίας, αλλά τώρα αποδεικνύεται ανίκανη να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ναι: αργά ή γρήγορα, αυτό θα είναι αναπόφευκτο, και πιθανότατα όχι χωρίς βίαιες αναταραχές. Αν δε βρει το δυναμισμό για ένα νέο ξεκίνημα σε ριζοσπαστικές νέες βάσεις, η Ευρώπη θα καταστεί ένα νεκρό πολιτικό εγχείρημα. Όμως η διάλυση της ΕΕ αναπόφευκτα θα εγκατέλειπε τους λαούς της στους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Δε θα διαφέρουν πολύ από πτώματα που τα παρασύρει το ρεύμα στο ποτάμι… Αντιστρόφως, αν και μια επανίδρυση της Ευρώπης δεν εγγυάται σίγουρη επιτυχία, τουλάχιστον της δίνει τη δυνατότητα να κερδίσει κάποια γεωπολιτική ισχύ, προς το συμφέρον της και προς το συμφέρον άλλων. Με μία προϋπόθεση βεβαίως: ότι (η ΕΕ) θα αντεπεξέλθει με θάρρος σε όλες τις προκλήσεις που εμπλέκονται στην ιδέα μιας πρωτότυπης μορφής μετα-εθνικής ομοσπονδίας. Και δεν είναι παρά τεράστιες: το στήσιμο μιας κοινής δημόσιας αρχής, που δεν θα αποτελεί ούτε Κράτος ούτε απλώς «διακυβέρνηση» πολιτικών και ειδικών˙ η διασφάλιση γνήσιας ισότητας μεταξύ των εθνών, με την ταυτόχρονη πάλη ενάντια στον αντιδραστικό εθνικισμό, είτε αυτός βρίσκεται με τη μεριά των «ισχυρών» είτε με τη μεριά των «αδυνάτων»˙ και πάνω απ’ όλα η αναζωογόνηση της δημοκρατίας στον ευρωπαϊκό χώρο, προβάλλοντας αντίσταση έτσι στην τρέχουσα διαδικασία «απο-δημοκρατικοποίησης» ή «κρατισμού χωρίς κράτος», που παράγεται από τον νέο-φιλελευθερισμό και την αποικιοποίηση των διοικήσεών της από μια γραφειοκρατική κάστα, που αποτελεί επίσης σε μεγάλο βαθμό την πηγή της διαφθοράς στις δημόσιες αγορές.
Κάτι το προφανές θα έπρεπε να έχει εδώ και καιρό αναγνωριστεί: δεν πρόκειται να υπάρξει πρόοδος προς τον φεντεραλισμό στην Ευρώπη (του τύπου τον οποίο υπερασπίζονται ορισμένοι, και ορθώς πράττουν) αν η ίδια η δημοκρατία δεν προοδέυσει πέρα από τις υπάρχουσες δομές, επιτρέποντας αυξημένη επιρροή του λαού(-ών) στους υπερεθνικούς θεσμούς. Μήπως αυτό σημαίνει πως, για να αντιστρέψουμε την πορεία της τρέχουσας ιστορίας, για να ταρακουνηθούμε από τον λήθαργο μιας αποσυντιθέμενης πολιτικής κατασκευής, θα χρειαζόμασταν κάτι όπως ένας ευρωπαϊκός λαϊκισμός, ένα ταυτόχρονο κίνημα ή μια ειρηνική ανταρσία των λαϊκών μαζών που θα εκφράζουν το θυμό τους ως θύματα της κρίσης ενάντια στους δημιουργούς της και τους επωφελημένους, καλώντας σε έναν έλεγχο «από τα κάτω» ενάντια στα μυστικά πάρε-δώσε και τις κρυφές συμφωνίες που κάνουν οι αγορές, οι τράπεζες και τα Κράτη; Ναι, πράγματι. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κανένα άλλο όνομα με το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την πολιτική δημιουργία του λαού. Συμφωνώ πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλες καταστροφές και γι αυτό χρειαζόμαστε ισχυρούς θεσμικούς κανόνες και πάνω απ’ όλα την ανάδυση πολιτικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή αρένα, που θα εισαγάγουν μια κουλτούρα ασυμβίβαστων δημοκρατικών ιδανικών και το φαντασιακό σε αυτό τον «μετα-εθνικό» λαϊκισμό. Το ρίσκο όμως είναι μεγαλύτερο αν επικρατήσει ο εθνικισμός σε οποιαδήποτε μορφή του.
6. Ευρωπαϊκή Αριστερά; Που είναι;
Σε αυτό το κομμάτι του κόσμου τέτοιες πολιτικές δυνάμεις αποκαλούνταν παραδοσιακά «η αριστερά». Όμως η Ευρωπαϊκή Αριστερά είναι επίσης τώρα χρεωκοπημένη, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Στον ευρύτερο πολιτικό χώρο, στον οποίο αναφερόμαστε, και ο οποίος επεκτείνεται πέρα από σύνορα, έχει χάσει κάθε δυνατότητα να εκφράσει κοινωνικούς αγώνες ή να προωθήσει χειραφετητικά κινήματα. Έχει παραδοθεί στα δόγματα και το σκεπτικό του νεοφιλελευθερισμού. Συνεπώς έχει αποσυντεθεί ιδεολογικά. Αποστερημένα από κάθε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη, τα κόμματα τα οποία την εκπροσωπούν ονομαστικά αποτελούν τώρα ανίσχυρους σπεκουλαδόρους και σχολιαστές της κρίσης, για την οποία δεν προσφέρουν κάποια συγκεκριμένη συλλογική απάντηση. Έχουν παραμείνει παθητικοί μετά το οικονομικό σοκ του 2008, παθητικοί επίσης όταν οι συνταγές του ΔΝΤ (τις οποίες σε άλλους καιρούς και σε σχέση με άλλες χώρες, καταδίκαζαν με σθένος) επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, παθητικοί επίσης όταν προτάθηκε η «διάσωση του ευρώ» με έξοδα των μισθωτών εργαζομένων και των απλών καταναλωτών. Και αποδείχτηκαν ανίκανοι να προκαλέσουν ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με τη δυνατότητα και τα μέσα μιας Ευρώπης της αλληλεγγύης…
Θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναρωτηθούμε, υπό τέτοιες συνθήκες, τι πρόκειται να συμβεί όταν η κρίση περάσει στην επόμενη φάση; Όταν οι εθνικές πολιτικές, όλο και περισσότερο καταπιεστικές, απολέσουν τα κοινωνικά τους περιεχόμενα, ή τα εναπομείναντα κοινωνικά τους άλλοθι; Θα έχουμε κινήματα διαμαρτυρίας, σχεδόν σίγουρα, αλλά θα βρεθούν απομονωμένα, πιθανό να εκτραπούν προς τη βία ή να περάσουν στον ρατσισμό και την ξενοφοβία (που ήδη διογκώνονται γύρω μας). Στο τέλος θα παραγάγουν περισσότερη ανημπόρια, περισσότερη απελπισία. Αυτό είναι τραγικό, εφόσον η καπιταλιστική και η ίδια η εθνικιστική δεξιά, όντας σε θέση άμυνας, είναι στρατηγικά διχασμένη: ήταν ξεκάθαρο όταν το μπλοκάρισμα των δημοσίων ελλειμμάτων ζυγίστηκε με τις επενδυτικές πολιτικές, και θα γίνει ακόμα πιο εμφανές όταν θα κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξη των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών (με την βρετανική εξέλιξη να αποτελεί ένα καλό σύμπτωμα σε σχέση με αυτό που έπεται). Παρουσιάστηκε εδώ μια ευκαιρία να αδράξει κανείς μια δυνατή φράση να πει σχετικά. Όμως το ερώτημα απασχολεί επίσης και τους διανοούμενους: τι θα έπρεπε και τι θα μπορούσε να αποτελέσει μια δημοκρατικά επεξεργασμένη πολιτική δράση ενάντια στην κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνδυάζοντας και τα δύο πεδία (οικονομική διοίκηση και κοινωνική πολιτική), εξοντώνοντας τη διαφθορά και μειώνοντας τις ανισότητες που τη συντηρούν, αναδιαρθρώνοντας τα χρέη και ορίζοντας κοινούς στόχους ούτως ώστε να καταστούν νόμιμες οι μεταφορές φορολογικών πόρων ανάμεσα σε αμοιβαία αλληλοεξαρτώμενα κράτη; Είναι η αποστολή των προοδευτικών διανοούμενων, είτε θεωρούν τους εαυτούς τους ρεφορμιστές είτε επαναστάτες, να συζητήσουν αυτό το θέμα και να πάρουν ρίσκα. Εάν αποτύχουν σε αυτό, τότε είναι αδικαιολόγητοι.
Μετάφραση: Γιώργος Κατσαμπέκης
http://radicaldesire.blogspot.com-